Υπογονιμότητα

Παρά το γεγονός ότι η υπογονιμότητα είναι μια πολύ ειδική και προσωπική μάχη, είναι σημαντικό τα ζευγάρια αυτά να γνωρίζουν πως δεν είναι μόνοι τους αντιμέτωποι μ’ αυτό το πρόβλημα. Πάνω από 4,5 εκατομμύρια ζευγάρια αντιμετωπίζουν την υπογονιμότητα κάθε χρόνο παγκοσμίως. Πολλά απ’ αυτά, υπήρξαν ζευγάρια διάσημων, ιστορικών προσωπικοτήτων.

Προβλήματα γονιμότητας αναφέρονται για πρώτη φορά στην Παλαιά Διαθήκη, όταν η Ραχήλ, μια όμορφη και επιθυμητή γυναίκα δεν μπορούσε να αποκτήσει παιδιά, σε αντίθεση με την αδελφή της, Λεχώ η οποία παρά την ασχήμια και την απλότητά της τεκνοποιούσε.

Παρόλο που τις περισσότερες φορές η υπογονιμότητα είναι ανδρικό πρόβλημα παρά γυναικείο, ο κόσμος πάντοτε προσπαθούσε να ρίξει το φταίξιμο αποκλειστικά και μόνο στη γυναίκα. Πολλές γυναίκες στο Μεσαίωνα κάηκαν στην πυρά όταν μετά από πάμπολλες προσπάθειες παρέμεναν άτεκνες.

      Ο Λουδοβίκος ο ΙΣΤ’, βασιλιάς της Γαλλίας και σύζυγος της πολύ όμορφης Μαρίας Αντουανέτας, υπέφερε από υπογονιμότητα. Δεν είχε χαμηλά επίπεδα σπερματογένεσης – που είναι ο κυριότερος παράγοντας της ανδρικής υπογονιμότητας – αλλά υπέφερε από μια «αδυναμία διείσδυσης». Ιατρικοί αναλυτές ακόμη και σήμερα διαφωνούν για το αν ο βασιλιάς υπέφερε από υδροκήλη ή φίμωση.

ΟΡΙΣΜΟΣ

Υπογονιμότητα ονομάζουμε την αδυναμία σύλληψης μετά από τουλάχιστον ένα χρόνο τακτικής συνουσίας, χωρίς τη χρήση αντισυλληπτικών μεθόδων ελέγχου των γεννήσεων. Η τακτική συνουσία αναφέρεται σε συνουσία τουλάχιστον δύο με τρεις φορές την εβδομάδα. Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης για τις γυναίκες που αδυνατούν να φέρουν εις πέρας εγκυμοσύνη, λόγω αποβολής.

Στειρότητα ονομάζουμε την απόλυτη αδυναμία σύλληψης,π.χ μετά από ολική αφαίρεση της μήτρας και των ωοθήκων λόγω καρκίνου.
Μηνιαίο Ποσοστό Γονιμότητας (ΜΠΓ) ονομάζουμε την πιθανότητα σύλληψης σε έναν εμμηνορρυσιακό κύκλο. Ο άνθρωπος δεν είναι ιδιαίτερα γόνιμο θηλαστικό. Υπολογίζεται ότι στους ανθρώπους το ΜΠΓ είναι 20%, ενώ στους μπαμπουίνους είναι 80% και στα κουνέλια 90%.

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ

H υπογονιμότητα οφείλεται τόσο στη γυναίκα όσο και στον άνδρα.

Διεθνείς μελέτες έδειξαν ότι ποσοστό 40% των περιστατικών υπογονιμότητας οφείλονται στον γυναικείο παράγοντα, 40% στον ανδρικό, και 20% οφείλεται σε μικτά αίτια (γυναικείας και ανδρικής προέλευσης) .Επίσης ένα ποσοστό 10% των ζευγαριών παρουσιάζουν ανεξήγητη στειρότητα (όρος που χρησιμοποιείται όταν όλες οι κλινικές και εργαστηριακές εξετάσεις είναι φυσιολογικές).

Η συχνότητα της υπογονιμότητας μπορεί να ποικίλλει από περιοχή σε περιοχή και από πληθυσμό σε πληθυσμό. Είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν υπάρχει ειδικό «προφίλ» του υπογόνιμου ζευγαριού. Η υπογονιμότητα είναι πολυσύνθετη και ρευστή κατάσταση: το ίδιο άτομο, ή ζευγάρι, μπορεί να διανύσει μεγάλες χρονικές περιόδους στις οποίες αδυνατεί να συλλάβει και η αδυναμία αυτή μπορεί να επέλθει, ή να λήξει, χωρίς προειδοποίηση. Τις περισσότερες φορές η υπογονιμότητα δεν έχει ειδικά συμπτώματα (π.χ. πόνο, πυρετό, δυσφορία…) κι έτσι δεν την αντιλαμβανόμαστε.

ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ

Η μέση φυσιολογική πιθανότητα επιτυχίας κυήσεως από ένα γόνιμο ζευγάρι με κανονική σεξουαλική ζωή δεν υπερβαίνει το 20% ανά έμμηνο κύκλο. Το ποσοστό αυτό είναι μεγαλύτερο όταν η ηλικία της γυναίκας είναι μικρή (κάτω των 25 ετών), παραμένει περίπου σταθερό μέχρι την ηλικία των 30 και μειώνεται προοδευτικά μέχρι την ηλικία των 40 ετών. Σε μεγαλύτερες ηλικίες, το ποσοστό φυσιολογικής σύλληψης είναι πολύ μικρό, της τάξεως του 5% το πολύ. Περίπου το 50% των φυσιολογικών γόνιμων ζευγαριών επιτυγχάνει κύηση κατά το πρώτο έτος προσπαθειών και 20-35% των ζευγαριών αυτών επιτυγχάνει κύηση κατά το δεύτερο έτος προσπαθειών. Το υπόλοιπο 15% είναι τα «υπογόνιμα» ζευγάρια.

Με την βοήθεια μαθηματικών μοντέλων έχει καταδειχθεί ότι αθροιστική πιθανότητα τεκνοποίησης για ένα μετρίως υπογόνιμο ζευγάρι προσεγγίζει το 95% στην πενταετία, ενώ για ένα βαρέως υπογόνιμο ζευγάρι φθάνει έως και 45% στην πενταετία. Πράγματι, πολλά ζευγάρια που αποτυγχάνουν επανειλημμένως στην εξωσωματική γονιμοποίηση και αποφασίζουν να σταματήσουν τις προσπάθειες, τεκνοποιούν αργότερα από μόνα τους, όταν «δεν το περιμένουν». Επομένως, το τυπικό χρονικό όριο των 12 μηνών δεν πρέπει να θεωρείται απόλυτο: εάν ένα ζευγάρι έχει τον χρόνο και την υπομονή να περιμένει, η εγκυμοσύνη θα έλθει, έστω και ύστερα από αρκετούς μήνες. Ωστόσο, αυτά προφανώς δεν ισχύουν όταν υπάρχει βεβαιωμένη στειρότητα ενός μέλους του ζευγαριού. Κατά συνέπεια, η λογική αντιμετώπιση είναι να διερευνάται η γονιμότητα μετά από ένα έτος τακτικών απροστάτευτων επαφών και, εάν δεν εντοπίζεται παράγων απόλυτης στειρότητας, το ζευγάρι να περιμένει, προκειμένου να αποφύγει την άσκοπη «ιατροποίηση» της δημιουργίας απογόνων.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΥΠΟΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑΣ

Αιτιολογικά αποδίδεται ισομερώς στους 3 επί μέρους παράγοντες, δηλαδή τον άνδρα, τη γυναίκα ή και τους δύο μαζί. Αυτό δείχνει ότι ο άνδρας και η γυναίκα πρέπει να εξετάζονται και να εκτιμώνται ταυτόχρονα.

Α) Γυναικείος παράγοντας
– Σαλπιγγικός παράγοντας
– Ωοθηκικός παράγοντας
– Διαταραχές η δυσλειτουργία της τραχηλικής βλέννης.
– Μητριαίος παράγοντας
– Ενδομητρίωση
– Ενδοπυελικές η ενδομητρικές συμφύσεις
– Η ηλικία της γυναίκας

Β) Ανδρικός παράγοντας υπογονιμότητας

Γ) Υπογονιμότητα αγνώστου αιτιολογίας ή ιδιοπαθής

ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ Η ΔΙΑΓΝΩΣΗ

Α. Με το ιστορικό και των δύο συντρόφων

Παράγοντες που επηρρεάζουν την γονιμότητα είναι η ηλικία της γυναίκας και του άνδρα, η συχνότητα σεξουαλικής επαφής, η διάρκεια των προσπαθειών για επίτευξη εγκυμοσύνης, τυχόν προηγηθείσα αντισύλληψη (ειδικά με ενδομητρικό σπείραμα-IUD), επαγγελματικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες, υπερβολική χρήση καφεϊνης, καπνού και αλκοόλης καθώς και έντονο stress.

Β. Με το σπερμοδιάγραμμα του συζύγου.
Τα τελευταία έτη  ελέγχονται όλο και περισσότερο και κάποιες πιο εξεδικευμένες,  γενετικές εξετάσεις όπως η ανάλυση ανευπλοειδιών του σπέρματος, η ανάλυση απόπτωσης του σπέρματος καθώς και αν υπάρχουν μικροελλείψεις στο χρωμόσωμα y.

Γ. Με την υστεροσαλπιγγογραφία της συζύγου.
Η υστεροσαλπιγγογραφία (ακτινολογική μέθοδος απεικόνισης των σαλπίγγων) είναι η συνηθέστερη και πλέον διαδεδομένη μέθοδος ελέγχου της διαβατότητας των σαλπίγγων, η οποία έχει επιπρόσθετα το πλεονέκτημα του ελέγχου της μητριαίας κοιλότητας (συμφύσεις εντός της μήτρας, πολύποδες, ινομυώματα ή ανατομικές ανωμαλίες ελέγχονται με την εξέταση αυτή).
Μειονέκτημα της μεθόδου αυτής αποτελεί η μειωμένη δυνατότητα ελέγχου των συμφύσεων των σαλπίγγων και των ωοθηκών καθώς και ο κίνδυνος μολύνσεως.

Δ. Με την υστεροσκόπηση.
Διαδικασία κατά την οποία εισάγεται στη μήτρα λεπτό τηλεσκόπιο (υστεροσκόπιο) με σκοπό τον έλεγχο της εσωτερικής κοιλότητας της μήτρας, τη διάγνωση, αξιολόγηση και πιθανή αφαίρεση των ενδομητρικών ινομυωμάτων,πολυπόδων,συμφύσεων,διαφραγμάτων κ.λ.π

Ε. Με την λαπαροσκόπηση.
Η πλήρης αξιολόγηση των σαλπίγγων και γενικά της πυέλου επιτυγχάνεται με τη μέθοδο της λαπαροσκόπησης. Η λαπαροσκόπηση (διαγνωστική ή χειρουργική) διενεργείται υπό γενική αναισθησία με τη βοήθεια λεπτού τηλεσκοπίου που εισάγεται στον κοιλιακό χώρο από την πτυχή του ομφαλού. Με την τεχνική αυτή έχουμε απευθείας οπτική εικόνα των έσω γεννητικών οργάνων, γίνεται λεπτομερής επισκόπηση και διάγνωση των παθολογικών αιτίων της υπογονιμότητας και συγχρόνως με την ίδια επέμβαση χειρουργική θεραπεία αυτών. Η λαπαροσκόπηση είναι χειρουργική επέμβαση με ταχεία ανάρρωση, παραμονή ολίγων ωρών σε νοσοκομείο και γίνεται από ειδικά εκπαιδευμένους χειρουργούς.

Σε ασθενείς με σαλπιγγική βλάβη, πριν την επιλογή της Εξωσωματικής Γονιμοποίησης σαν λύση στην υπογονιμότητα σαλπιγγικής αιτιολογίας, η σύγχρονη χειρουργική λαπαροσκόπηση προσφέρει, σε πολλές περιπτώσεις, λύσεις με ιδιαίτερα ικανοποιητικά αποτελέσματα.

Ζ. Με τον ορμονικό έλεγχο.
Οι διαταραχές ωοθυλακιορρηξίας – σημαντικός παράγων υπογονιμότητας- συναντώνται σε ποσοστό 15-25% των υπογόνιμων γυναικών.

Οι ωοθήκες επιτελούν δύο σημαντικές λειτουργίες, την παραγωγή και περιοδική απελευθέρωση των ωαρίων (ωοθυλακιορρηξία), και την έκκριση στεροειδών ορμονών (οιστραδιόλη, προγεστερόνη και ανδρογόνα).

Με τον όρο διαταραχές ωοθυλακιορρηξίας ονομάζουμε το σύνολο των ανωμαλιών εξ αιτίας των οποίων η ωορρηξία δεν πραγματοποιείται, ή πραγματοποιείται σε αραιά ή ακατάστατα διαστήματα.

Οι διαταραχές ωοθυλακιορρηξίας συχνά εκδηλώνονται με διαταραχές ή και διακοπή της περιόδου (ολιγομηνόρροια, αραιομηνόρροια, αμηνόρροια), όμως ακόμη και γυναίκες με κανονική περίοδο (κάθε 25-35 μέρες) , μπορεί να παρουσιάζουν έλλειψη ή ατελή ωορρηξία σε ποσοστό 10-15%.

Στ. Με έλεγχο της τραχηλικής βλέννης.
Ο τράχηλος της γυναίκας παράγει βλέννη, η σύσταση της οποίας – στα μέσα περίπου του εμμηνορυσιακού κύκλου – πρέπει να είναι διαυγής άχρωμη, υδαρής και άφθονη, ούτως ώστε να επιτρέπει στο φυσιολογικό σπέρμα να διεισδύσει και να οδηγηθεί προς τη μήτρα και τις σάλπιγγες. Σε περίπτωση δυσλειτουργίας η τραχηλική βλέννη – αν και εμφανίζει φυσιολογική σύσταση – δεν επιτρέπει τη διέλευση φυσιολογικών σπερματοζωαρίων προς τη μήτρα και τις σάλπιγγες. Επίσης, η ύπαρξη αντισπερμικών αντισωμάτων στην τραχηλική βλέννη μπορεί να προκαλέσει θάνατο ή ακινητοποίηση των σπερματοζωαρίων.

Η. Με θρομβοφιλικό έλεγχο.

Θ. Με  ανοσολογικό έλεγχο.

Ι. Με γενετικό έλεγχο.
Καρυότυπος και των δύο συντρόφων,σε περιπτώσεις βαρειάς  ολιγοασθενοσπερμίας ή ασπερμίας έλεγχος για κυστική ίνωση και μικροδιαιρέσεις του χρωμοσώματος y στον άνδρα κ.λπ.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ

Η θεραπεία τις περισσότερες φορές εξαρτάται από το αίτιο έτσι λύση στο πρόβλημα μπορεί να δοθεί σε ένα ζευγάρι από ορισμένες συμβουλές έως και την ένταξη σε ένα πρόγραμμα εξωσωματικής γονιμοποίησης.Πολλές φορές όμως η λύση δίνεται με την ενδοσκοπική χειρουργική ή με την φαρμακευτική αγωγή τόσο στον άνδρα όσο και στην γυναίκα.