Η κύρια ένδειξη της υστεροσκόπησης είναι η ανώμαλη αιμορραγία της μήτρας, όπου απαιτείται εκτίμηση της παθολογίας της ενδομήτριας κοιλότητας και αποκλεισμός κακοήθειας. Μη φυσιολογική αιμόρροια μπορεί να είναι δυσλειτουργικής αιτιολογίας ή να οφείλεται σε ύπαρξη πολυπόδων, ινομυωμάτων, ξένου σώματος(κυρίως ενδομητρίων σπειραμάτων), σε χορήγηση ορμονικής θεραπείας υποκατάστασης σε γυναίκες μετεμηνοπαυσιακής ηλικίας, σε χορήγηση ταμοξιφαίνης ή σε παρουσίακαρκίνου του ενδομητρίου. Με την υστεροσκόπηση η διάγνωση όλων αυτών των καταστάσεων γίνεται ευχερώς και με ακρίβεια υπό άμεση όραση, ενώ είναι δυνατή η εστιακή βιοψία, εάν υπάρχει ένδειξη. Η υψηλή ευαισθησία της μεθόδου της καθιέρωσαν ως τον «χρυσό κανόνα» στην διάγνωση των ενδομητρίων παθήσεων και τείνει να αντικαταστήσει την κλασική απόξεση του ενδομητρίου.
Σε περιπτώσεις υπογονιμότητας και στο πλαίσιο του ελέγχου, υπερτερεί σαφώς της υστεροσαλπιγγογραφίας με άμεση διάγνωση των ενδομήτριων συμφύσεων, διαφραγμάτων, ινομυωμάτων, πολυπόδων αλλά και εκτίμηση της κατάστασης του ενδομητρίου.
Η επεμβατική υστεροσκόπηση άνοιξε νέους ορίζοντες στην γυναικολογία. Πολύποδες, ινομυώματα τύπου Ι, ΙΙ και μερικές φορές τύπου ΙΙΙ εξαιρούνται με ασφάλεια με την χρήση ρεζεκτοσκοπίου ή υστεροσκοπικού ψαλιδιού, ενώ η νοσηρότητα είναι σημαντικά χαμηλή.
Σε περιπτώσεις συγγενών ανωμαλιών της μήτρας η υστεροσκοπική εξαίρεση των ενδομήτριων διαφραγμάτων υπερτερεί της κλασικής μητροπλαστικής. Μπορεί να γίνει με υστεροσκοπικό ψαλίδι, ακτίνες Laser, ειδικό εργαλείο versapoint ή ρεζεκτοσκόπιο. Με την ίδια τεχνική γίνεται και η λύση των ενδομήτριων συμφύσεων, εστιακών ή γενικευμένων.
Μεγάλη είναι η συμβολή της επεμβατικής υστεροσκόπησης στην αντιμέτωπιση δυσλειτουργικών μηνομητρορραγιών με την καταστροφή του ενδομητρίου. Αυτή μπορεί να γίνει με Laser ή με την βοήθεια υστεροσκοπικού ηλεκτροκαυτήρα κινούμενης μπάλας ή αγκύλης που προσαρμόζεται στο ρεσεκτοσκόπιο.