Η Ενδομητρίωση στη Γυναίκα

Υπολογίζεται ότι η ενδομητρίωση προσβάλλει το 3% περίπου της αναπαραγωγικής ηλικίας του γυναικείου πληθυσμού. Η αναλογία αυτή ανέρχεται στο 8 – 10% περίπου στην Τρίτη δεκαετία της ζωής, ενώ το 15 – 20% όλων των γυναικών με υπογονιμότητα πάσχουν από κάποια μορφή ενδομητρίωσης, ενώ γυναίκες με ενδομητρίωση σε συχνότητα 30 – 40% εμφανίζουν υπογονιμότητα. Η νόσος είναι ασυνήθης στην εφηβεία και στην εμμηνόπαυση.
Όπως είναι γνωστό, η μήτρα στην γυναίκα έχει σχήμα αναποδογυρισμένου αχλαδιού κατά μήκος και στη μεσότητα αυτού του αχλαδιού υπάρχει μια λεπτή κοιλότητα, η οποία καλύπτεται από μία στοιβάδα ιστού που καλείται ενδομήτριο. Αυτό το ενδομήτριο, λοιπόν, κάθε μήνα αναπτύσσεται έως ότου φθάσει σε ένα ορισμένο πάχος, έτσι ώστε να μην μπορεί να συγκρατηθεί πλέον μέσα στην κοιλότητα της μήτρας με αποτέλεσμα να αποπίπτει προς τα έξω και έτσι να εμφανίζεται κυκλικά η περίοδος στη γυναίκα. Ετσι, λοιπόν όταν έχουμε ανάπτυξη εστιών ενδομητρίου σε θέσεις εκτός της κοιλότητας και του τοιχώματος της μήτρας, μιλάμε για ενδομητρίωση. Όταν η νόσος εντοπίεται στο τοίχωμα της μήτρας, τότε μιλάμε για αδενομύωση, που στην ουσία είναι και αυτή μορφή ενδομητρίωσης.
Οι ενδομητριωτικές έκτοπες εστίες εμφανίζονται σε πολλές και διαφορετικές θέσεις. Συνήθως αναπτύσσονται στις ωοθήκες, στους ιερομητρικούς συνδέσμους, στο ορθοκολπικό διάφραγμα και πυελικό περιτόναιο. Αναφορικά με την αιτιοπαθογένειά της νόσου έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες, οι σπουδαιότερες είναι οι θεωρίες της παλινδρόμησης μέσω των ανοικτών σαλπίγγων του ενδομητρίου κατά την εμμηνορυσία, της λεμφικής ή αιματογενούς διασποράς, της μεταπλασίας της σπλαγχνικής κοιλότητας και τέλος η θεωρία της ανοσοανεπάρκειας.
Τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της πάθησης για τα οποίαη παραπονείται η γυναίκα, είναι ο προδευτικά αυξανόμενος πόνος κατά την περίοδο ή λίγο πριν απ’ αυτή, η δυσπαρεύνεια, ο πόνος δηλαδή κατά τη σεξουαλική επαφή, η επώδυνη αφόδευση, η ενδεχόμενη σταγονοειδής αιμόρροια πριν την περίοδο, ο πόνος χαμηλά στην κοιλιά και μερικές φορές ο πόνος κατά την ούρηση.
Καταστάσεις όπως χρόνιες πυελικές φλεγμονές, καρκίνος ωοθηκών, ή άλλα ωοθηκικά νεοπλάσματα, ρήξη μιας ενδομητριωτικής κύστης που μπορεί να μοιάζει με πυελική περιτονίτιδα από σκωληκοιειδίτιδα, εξωμήτρια εγκυμοσύνης συστροφή ωοθηκικής κύστης ή ρήξη αιμορραγικού ωχρού σωματίου, θα πρέπει να διαφοροδιαγνωστούν.
Τέλος η θεραπεία της εδομητρίωσης πρέπει πάντα να αποσκοπεί στην ανακούφιση των συπτωμάτων, αν βέβαια υπάρχουν, αλλά και στα προβλήματα υπογονιμότητας καθώς και της μελλοντικής ικανότητας της γυναίκας. Ετσι, λοιπόν, χρησιμοποιούνται η συντηρητική φαρμακευτική αγωγή, στην οποία δίδονται διάφορα ορμονικά σκευάσματα οιστρογόνων και προγεσταγόνων ή μόνο προγεσταγόνων η GnRH-a αναλόγων, τα οποία δημιουργούν μια πλήρη καταστολή της ωοθηκικής λειτουργίας. Εδώ πρέπει να πούμε ότι η αναμονή και μόνο για 6 μήνες, μια χρονική περίοδος όπου η γυναίκα μπορεί να μείνει έγκυος, πολλές φορές υποστρέφει τη νόσο. Η εκγυμοσύνη δηλαδή πολλές φορές δρα ευεργετικά στην εξάλειψη της νόσου.
Η χειρουργική επέμβαση είναι μια άλλη μέθοδος που μπορεί να βοηθήσεις σημαντικά στη θεραπεία της ενδομητρίωσης. Αυτές τις επεμβάσεις τις διακρίνουμε σε συντηρητικές και ριζικές χειρουργικές θεραπείες. Η ενδομητρίωση υπάρχει από πολύ παλιά. Η πρώτη αναφορά της νόσου έγινε πριν 300 χρόνια και η πρώτη λεπτομερής περιγραφή, το 1860 από τον Von Rokitansky. Ωστόσο εως σήμερα παραμένει μια αινιγματική νόσος και συνεχίζει να θέτει σε αμηχανία ερευνητές και κλινικούς ιατρούς. Χρειάζεται συνεχής έρευνα βελτίωση των θεραπευτικών μεθόδων και πάν από όλα κατανόηση, συμπάθεια και συμπαράσταση στη πάσχουσα γυναίκα, έτσι ώστε να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, όσο είναι δυνατό σε κάθε περίπτωση, για λογαριασμό και προς όφελος της άρρωστης.